psaume
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- psaume < psalme < εκκλησιαστική λατινική psalmum < ψαλμός
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
psaume | psaumes |
psaume (fr) αρσενικό
- ο ψαλμός