psiĥiatro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | psiĥiatro | psiĥiatroj |
αιτιατική | psiĥiatron | psiĥiatrojn |
psiĥiatro (eo)