puddle

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
puddle puddles

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

puddle (en)

  • η λιμνούλα, μια μικρή ποσότητα νερού ή άλλου υγρού, ειδικά βροχής, που έχει μαζευτεί σε ένα σημείο στο έδαφος
    ⮡  A puddle of water trickling from the ceiling had formed in front of her.
    Μπροστά της είχε σχηματιστεί από το νερό που έσταζε από την οροφή μια λιμνούλα.