puma
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
puma (en)
- (θηλαστικό ζώο) το πούμα
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
puma | pumas |
puma (fr) αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) το πούμα