Μετάβαση στο περιεχόμενο

punishing

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός punishing
συγκριτικός more punishing
υπερθετικός most punishing

punishing (en)

  • εξουθενωτικός, που είναι μακρύ και δύσκολο και κάνει κάποιον να δουλέψει σκληρά με αποτέλεσμα να κουράζεται πολύ
      a punishing climb/defeat - εξουθενωτική αναρρίχηση/ήττα
     συνώνυμα:  δείτε τις λέξεις burdensome και fatiguing

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

punishing (en)