punish

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας punish
γ΄ ενικό ενεστώτα punishes
αόριστος punished
παθητική μετοχή punished
ενεργητική μετοχή punishing

punish (en)

  • τιμωρώ, επιβάλλω ποινή
    ⮡  The guilty will be punished, whoever they are.
    Θα τιμωρηθούν οι ένοχοι, όποιοι κι αν είναι.
     συνώνυμα:  discipline