punish
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
punish (en)
- τιμωρώ, επιβάλλω ποινή
κατάλληλες προθέσεις[επεξεργασία]
- άμεση ποινή: punish with
- ως συνδυασμός σκέψεων, δράσεων κτλ· δεν προτιμάται· μόνο εάν ταιριάζει το συγκείμενο: punish (someone) by (doing something)