pus
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pus (en) ουδέτερο
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
pus | pus |
pus (fr) αρσενικό
Ιταλικά (it) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pus (it)
Ρουμανικά (ro) [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
pus (ro)