putem
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
putem (ro)
- 1ο πληθυντικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής του ρήματος « a putea »
putem (ro)