pyjamas

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
pyjamas < (άμεσο δάνειο) ούρντου پایجامه (pāyjāma) / χίντι पैजामा (payjāmā) < περσική پاجامه (pāyjāma) / پایجامه (pājāma) [1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pyjamas (en) (στον πληθυντικό - ενικός: pyjama)

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. pajamas#English στο αγγλικό Βικιλεξικό