pyramid
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
pyramid | pyramids |
pyramid (en)
- η πυραμίδα
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- (πληροφορική) pyramid of doom