qen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αλβανικά (sq)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]qen (sq) αρσενικό (οριστικός τύπος: qeni) (πληθυντικός qen)
qen (sq) αρσενικό (οριστικός τύπος: qeni) (πληθυντικός qen)