Μετάβαση στο περιεχόμενο

questionnaire

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

questionnaire (en)

  1. ερωτηματολόγιο



      ενικός         πληθυντικός  
questionnaire questionnaires

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

questionnaire (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]