réformation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
réformation | réformations |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]réformation (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο) η μεταρρύθμιση
- η διαδικασία μιας μεταρρύθμισης
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη réforme