réformation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
réformation réformations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

réformation (fr) θηλυκό

  1. (παρωχημένο) η μεταρρύθμιση
  2. η διαδικασία μιας μεταρρύθμισης

Συγγενικά

[επεξεργασία]
→ δείτε τη λέξη réforme