résultat

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
résultat résultats

résultat (fr) αρσενικό

  1. το αποτέλεσμα
  2. η επίδραση
  3. η συνέπεια

Συγγενικά

[επεξεργασία]