Μετάβαση στο περιεχόμενο

rétrospective

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
rétrospective < θηλυκό του rétrospectif

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʁe.tʁo.spɛk.tiv/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
rétrospective rétrospectives

rétrospective (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]