αναδρομή
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | αναδρομή | αναδρομές |
γενική | αναδρομής | αναδρομών |
αιτιατική | αναδρομή | αναδρομές |
κλητική | αναδρομή | αναδρομές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναδρομή < αρχαία ελληνική ἀναδρομή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αναδρομή θηλυκό
- η επιστροφή σε κάτι που έχει γίνει στο παρελθόν
- η αναπόληση, η ανασκόπηση γεγονότων του παρελθόντος
- στην ψυχανάλυση, η διαδικασία ανάσυρσης και αναβίωσης αναμνήσεων από το ασυνείδητο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναδρομή