Μετάβαση στο περιεχόμενο

révélation

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
révélation révélations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

révélation (fr) θηλυκό

  1. (θρησκεία) η αποκάλυψη
  2. η φανέρωση
  3. η ανάδειξη

Συγγενικά

[επεξεργασία]