raid
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ετυμολογία en[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
/reɪd/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
raid (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
raid (en)
- επιδράμω, κάνω επιδρομή