raincoat
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
raincoat | raincoats |
raincoat (en)
- το αδιάβροχο (ρούχο που φοριέται για να προστατεύει από τη βροχή)
ενικός | πληθυντικός |
raincoat | raincoats |
raincoat (en)