rajeunissant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | rajeunissant | rajeunissants |
θηλυκό | rajeunissante | rajeunissantes |
Επίθετο
[επεξεργασία]rajeunissant (fr)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη rajeunir