rammollimento
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- rammollimento < rammollire < molle < λατινική mollis < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(h₂)moldus (μαλακός)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
rammollimento (it)