rash
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
rash | rashes |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]rash (en)
- το εξάνθημα, η κοκκινίλα, το ερύθημα
- ↪ What is that rash on your neck?
- Τι είναι αυτό το εξάνθημα στον λαιμό σου;
- ↪ What is that rash on your neck?