rassuré
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | rassuré | rassurés |
θηλυκό | rassurée | rassurées |
Επίθετο
[επεξεργασία]rassuré (fr)
- που έχει καθησυχάσει
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη rassurer