rattling
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
rattling (en)
- κροτάλισμα
- (μεταφορικά) ήχος μίζας αυτοκινήτου που δεν "παίρνει μεμιάς/με τη μια"
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
rattling (en)