rattling

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

rattling (en)

  1. κροτάλισμα
  2. (μεταφορικά) ήχος μίζας αυτοκινήτου που δεν "παίρνει μεμιάς/με τη μια"

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

rattling (en)