Μετάβαση στο περιεχόμενο

reçine

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
reçine < (άμεσο δάνειο) νέα ελληνική ρετσίνα[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɾɛt͡ʃiˈnɛ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: reçine

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

reçine (tr)

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. reçine - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν