re-elect

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας re-elect
γ΄ ενικό ενεστώτα re-elects
αόριστος re-elected
παθητική μετοχή re-elected
ενεργητική μετοχή re-electing

Ετυμολογία [επεξεργασία]

re-elect < re- + elect

Ρήμα[επεξεργασία]

re-elect (en)

  • ξαναβγαίνω, εκλέγω κάποιον ξανά
    The Labour candidate was re-elected to Parliament.
    Ο εργατικός υποψήφιος ξαναβγήκε βουλευτής.

Πηγές[επεξεργασία]