reconstructeur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | reconstructeur | reconstructeurs |
θηλυκό | reconstructrice | reconstructrices |
reconstructeur (fr)
- που ξαναχτίζει
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | reconstructeur | reconstructeurs |
θηλυκό | reconstructrice | reconstructrices |
reconstructeur (fr)
- αυτός που ξαναχτίζει
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη reconstruire