redeem

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

redeem < (μαρτυρείται από το 1425)

Ρήμα[επεξεργασία]

redeem (en)

  1. λυτρώνω
  2. εξιλεώνω
  3. εξαργυρώνω