redressement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
redressement | redressements |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
redressement (fr) αρσενικό
- η αναδιάρθρωση
- η ανάκαμψη
- η ανόρθωση
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- maison de redressement: αναμορφωτήριο