Μετάβαση στο περιεχόμενο

refresh

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας refresh
γ΄ ενικό ενεστώτα refreshes
αόριστος refreshed
παθητική μετοχή refreshed
ενεργητική μετοχή refreshing

refresh (en)

  • αναζωογονώ, κάνω κάποιον να αισθάνεται λιγότερο κουρασμένος ή λιγότερο ζεστός
      A shower will refresh you.
    Ένα ντους θα σε αναζωογονήσει.