refreshing

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός refreshing
συγκριτικός more refreshing
υπερθετικός most refreshing

refreshing (en)

  • δροσιστικός
    ⮡  Lemonade, watermelon, and cucumber are very refreshing when they are frozen.
    H λεμονάδα, το καρπούζι, το αγγούρι είναι πολύ δροσιστικά όταν είναι παγωμένα.

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

refreshing (en)