relegate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: renegade
ενεστώτας relegate
γ΄ ενικό ενεστώτα relegates
αόριστος relegated
παθητική μετοχή relegated
ενεργητική μετοχή relegating

relegate (en)

  • υποβαθμίζω, υποβαθμίζομαι, κατεβαίνω λίγκα, υποβιβάζομαι