reliability

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

reliability < reliable + -ity

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

reliability (en) (μη μετρήσιμο)

  • η αξιοπιστία
    leading standards of reliability - κορυφαία πρότυπα αξιοπιστίας
    The reliability of his sources is doubtful.
    Η αξιοπιστία των πηγών του είναι αμφίβολη.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη credibility

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • (τεχνολογία, μέτρο αξιοπιστίας) MTBF

Πηγές[επεξεργασία]