repetition
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
repetition | repetitions |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
repetition (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η επανάληψη, η διαδικασία του επαναλαμβάνω
- ↪ Frequent repetition of the same movements every day causes boredom in the automotive industry workers.
- Η συχνή επανάληψη των ίδιων κάθε μέρα κινήσεων προξενεί ανία στους εργαζομένους της βιομηχανίας αυτοκινήτων.
- ↪ Frequent repetition of the same movements every day causes boredom in the automotive industry workers.
- η επανάληψη, το αποτέλεσμα του επαναλαμβάνω
- ↪ after several repetitions - ύστερα από πολλές επαναλήψεις