resent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | resent |
γ΄ ενικό ενεστώτα | resents |
αόριστος | resented |
παθητική μετοχή | resented |
ενεργητική μετοχή | resenting |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- resent < μέση γαλλική ressentir < παλαιά γαλλική resentir
Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]resent (en)
- αγαναχτώ, δυσανασχετώ
- ⮡ He didn’t want the ball and resented your instructions.
- (αυτός) Δεν ήθελε την μπάλα και δυσανασχετούσε στις οδηγίες σου.
- ⮡ He didn’t want the ball and resented your instructions.