resident
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
resident | residents |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
resident (en)
- ο κάτοικος
- ↪ a Greek resident of Düsseldorf - Ελληνίδα κάτοικος Ντίσελντορφ
- ειδικευόμενος γιατρός