résident

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: resident

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʁe.zi.dɑ̃/

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό résident résidents
θηλυκό résidente résidentes

résident (fr)

  1. (πληροφορική, από την αγγλική resident) λογισμικό που παραμένει στη μνήμη ενός υπολογιστή

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
résident résidents

résident (fr)

  1. διπλωμάτης ξένου κράτους
  2. αλλοδαπός κάτοικος ενός κράτους
  3. ειδικευόμενος γιατρός

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]