respirator

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
respirator respirators

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
respirator < respirate + -or

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

respirator (en)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • respirator στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια