retrace

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας retrace
γ΄ ενικό ενεστώτα retraces
αόριστος retraced
παθητική μετοχή retraced
ενεργητική μετοχή retracing

Ρήμα[επεξεργασία]

retrace (en)

  • (μεταβατικό) γυρίζω πίσω, επιστρέφω ακριβώς στο ίδιο μονοπάτι ή διαδρομή που ήρθα
    I retrace my steps.
    Γυρίζω πίσω από τον ίδιο δρόμο.

Πηγές[επεξεργασία]