revalidate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | revalidate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | revalidates |
αόριστος | revalidated |
παθητική μετοχή | revalidated |
ενεργητική μετοχή | revalidating |
revalidate (en)