revalidate
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | revalidate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | revalidates |
αόριστος | revalidated |
παθητική μετοχή | revalidated |
ενεργητική μετοχή | revalidating |
revalidate (en)