Μετάβαση στο περιεχόμενο

revalidation

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
revalidation < re- + validation

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
revalidation revalidations

revalidation (en)

Συγγενικά

[επεξεργασία]