revanche
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- revanche < revenche < se revancher
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
revanche | revanches |
revanche (fr) θηλυκό
- η ρεβάνς
- (μεταφορικά) la revanche de quelqu'un - η επάνοδος
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- en revanche: αντίθετα