Μετάβαση στο περιεχόμενο

revisionism

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
revisionism revisionisms

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
revisionism < revision + -ism

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɹɪˈvɪʒəˌnɪzəm/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

revisionism (en)