revive

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας revive
γ΄ ενικό ενεστώτα revives
αόριστος revived
παθητική μετοχή revived
ενεργητική μετοχή reviving

revive (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) αναζωογονώ, γίνομαι ή κάνω κάποιον ή κάτι να γίνει ξανά υγιής και δυνατός
    The flowers will be revived in the water./The flowers will revive in the water.
    Τα λουλούδια θα αναζωογονηθούν στο νερό.
    Our hopes were revived.
    Οι ελπίδες μας αναζωογονήθηκαν.
    They expect him to revive their party.
    Ελπίζουν να αναζωογονήσει το κόμμα τους.