revive
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | revive |
γ΄ ενικό ενεστώτα | revives |
αόριστος | revived |
παθητική μετοχή | revived |
ενεργητική μετοχή | reviving |
Ρήμα
[επεξεργασία]revive (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) αναζωογονώ, γίνομαι ή κάνω κάποιον ή κάτι να γίνει ξανά υγιής και δυνατός
- ↪ The flowers will be revived in the water./The flowers will revive in the water.
- Τα λουλούδια θα αναζωογονηθούν στο νερό.
- ↪ Our hopes were revived.
- Οι ελπίδες μας αναζωογονήθηκαν.
- ↪ They expect him to revive their party.
- Ελπίζουν να αναζωογονήσει το κόμμα τους.
- ↪ The flowers will be revived in the water./The flowers will revive in the water.
Πηγές
[επεξεργασία]- revive - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 46. ISBN 9780194325684., λήμμα: αναζωογονώ