Μετάβαση στο περιεχόμενο

risque

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
risque risques

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

risque (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]