rivalité
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
rivalité | rivalités |
rivalité (fr) θηλυκό
- η αντιπαλότητα, η αντιζηλία
ενικός | πληθυντικός |
rivalité | rivalités |
rivalité (fr) θηλυκό