romance
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
romance | romances |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]romance (en)
- το ειδύλλιο, το ρομάντζο, ο έρωτας, ερωτική σχέση
- ⮡ Their romance didn’t last long.
- Το ειδύλλιο τους δεν κράτησε πολύ.
- ⮡ A romance developed between them since their student years.
- Αναπτύχθηκε ειδύλλιο μεταξύ τους από τα μαθητικά τους χρόνια.
- ⮡ They had a secret romance.
- Είχαν ένα κρυφό ρομάντζο.
- ⮡ A passionate romance brought them together.
- Ένας παράφορος έρωτας τους ένωσε.
- ⮡ This romance was fated.
- Αυτός ο έρωτας ήταν μοιραίος.
- ⮡ Their romance began with a glance.
- Ο έρωτας τους ξεκίνησε με μια ματιά.
- ⮡ Their romance didn’t last long.
- (μη μετρήσιμο) ο ρομαντισμός, το να νιώθει και το να φέρεται ρομαντικά
- ⮡ The romance quickly faded away.
- Ο ρομαντισμός γρήγορα ατόνησε.
- ⮡ The romance quickly faded away.
- το ρομάντζο, η ιστορία μιας ερωτικής σχέσης
- ⮡ His writing is reminiscent of a cheap romance.
- Η γραφή του θυμίζει φτηνό ρομάντζο.
- ⮡ His writing is reminiscent of a cheap romance.
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
romance | romances |
romance (fr) θηλυκό
- το ειδύλλιο
- Romance à l’eau de rose. - .