Μετάβαση στο περιεχόμενο

romance

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
romance romances

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

romance (en)

  1. το ειδύλλιο, το ρομάντζο, ο έρωτας, ερωτική σχέση
      Their romance didn’t last long.
    Το ειδύλλιο τους δεν κράτησε πολύ.
      A romance developed between them since their student years.
    Αναπτύχθηκε ειδύλλιο μεταξύ τους από τα μαθητικά τους χρόνια.
      They had a secret romance.
    Είχαν ένα κρυφό ρομάντζο.
      A passionate romance brought them together.
    Ένας παράφορος έρωτας τους ένωσε.
      This romance was fated.
    Αυτός ο έρωτας ήταν μοιραίος.
      Their romance began with a glance.
    Ο έρωτας τους ξεκίνησε με μια ματιά.
  2. (μη μετρήσιμο) ο ρομαντισμός, το να νιώθει και το να φέρεται ρομαντικά
      The romance quickly faded away.
    Ο ρομαντισμός γρήγορα ατόνησε.
  3. το ρομάντζο, η ιστορία μιας ερωτικής σχέσης
      His writing is reminiscent of a cheap romance.
    Η γραφή του θυμίζει φτηνό ρομάντζο.



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
romance < ισπανική romance

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʁɔ.mɑ̃s/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
romance romances

romance (fr) θηλυκό

Romance à l’eau de rose. - .