rosato
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | rosato | rosati |
θηλυκό | rosata | rosate |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
rosato (it)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
rosato (it) αρσενικό
Πηγές[επεξεργασία]
- rosato - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).