run-up

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
run-up run-ups

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

run-up (en)

  1. φόρα
  2. (ΗΒ) παραμονές, προεόρτια πριν από κάποιο σπουδαίο γεγονός, προ-(τάδε)

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • in the run-up to (something/κάτι)