run-up
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
run-up | run-ups |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]run-up (en)
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- in the run-up to (something/κάτι)
ενικός | πληθυντικός |
run-up | run-ups |
run-up (en)