séjour

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
séjour séjours

séjour (fr) αρσενικό

  1. η διαμονή, η παραμονή
  2. (κατ' επέκταση) το καθιστικό (σύντμηση του salle de séjour)